προσαποτρίβουσι

προσαποτρίβουσι
προσαποτρί̱βουσι , πρόσ-ἀποτρίβω
wear out
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
προσαποτρί̱βουσι , πρόσ-ἀποτρίβω
wear out
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσαποτρίβω — Α αφαιρώ κάτι τρίβοντας το με κάτι άλλο («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν τοῑς ψάμμοις προσαποτρίβουσι τὰ ᾠά», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποτρίβω «καταστρέφω ή καθαρίζω τρίβοντας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”